βλέφαρο

βλέφαρο
το (AM βλέφαρον)
κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο
μσν.- νεοελλ.
η έκφραση των ματιών
νεοελλ..1. το μέτωπο
αρχ.
βλέφαρα
τα μάτια
2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» — ήλιος
β) «νυκτὸς βλέφαρον» — η νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που στην αρχαία εποχή μαρτυρείται συχνότερα στον πληθ., σπανιότερα δε στον ενικό. Παράλληλα προς τον τ. βλέφαρον απαντά και το γλέφαρον (Πινδ.) (πρβλ. τα σύνθετα ιανογλέφαρος, ιογλέφαρος), γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση ερμηνείας της εναλλαγής των στοιχείων -β- και -γ- με την ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου w(β) ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου *g- w (πρβλ. βλέπω: ποτιγλέποι). Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι τα βλέφαρον και βλέπω δυνατόν να αποτελούν τύπους κοινής προελεύσεως, το δε βλέφαρον ερμηνεύεται ως παράγωγο ενός ουδετέρου *βλέφαρ < βλέπω, με δασύτητα που οφείλεται στη δήλωση εκφραστικότητας. Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για όρους διαφορετικής αρχής που συσχετίστηκαν εκ των υστέρων παρετυμολογικά (πρβλ. την ποιητική χρήση βλέφαρα «μάτια»)
το αρχικό β- στην περίπτωση αυτή θα οφείλεται σε αναλογική επίδραση του βλέπω.
ΠΑΡ. βλεφαρίδα (-ρίς), βλεφαρικός, βλεφαρίτιδα (-ρίτις)
αρχ.
βλεφαρίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βλεφαροεπιπεφυκίτιδα, βλεφαροπλαστική, βλεφαροπληγία, βλεφαρόπτωση, βλεφαροσπασμός. (Β' συνθετικό) αβλέφαρος, καλλιβλέφαρος
αρχ.
αγανοβλέφαρος, αστροβλέφαρος, ελικοβλέφαρος, ερατοβλέφαρος, ευβλέφαρος, ιανογλέφαρος, ιοβλέφαρος, ιογλέφαρος, κυανοβλέφαρος, πολυβλέφαρος, σοβαροβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος, χιονοβλέφαρος
νεοελλ.
χρυσοβλέφαρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βλέφαρο — το το σκέπασμα του ματιού, το ματόφυλλο: Δεν μπορούσα να κρατήσω τα βλέφαρά μου ανοιχτά απότη νύστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτρόπιο — το (Α ἐκτρόπιον) νεοελλ. ιατρ. ασθένεια κατά την οποία γίνεται στροφή ενός βλεννογόνου προς τα έξω («εκτρόπιον τών βλεφάρων, τού τραχήλου τής μήτρας κ.λπ.») αρχ. αρρώστια κατά την οποία στρέφεται το βλέφαρο ανάποδα, προς τα πάνω, ώστε να φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • συμβλέφαρο — το, Ν ιατρ. ουλώδης σύμφυση ανάμεσα στα βλέφαρα ή σε ένα βλέφαρο και στον βολβό τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. symblepharon (< συν * + βλέφαρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη] …   Dictionary of Greek

  • υποκοιλίς — ίδος, ἡ, Α το κάτω βλέφαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύλον / κύλα «το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο, τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια» (για τη γρφ. τής λ. πρβλ. και τη γρφ. κοίλα τού τ. κύλα)] …   Dictionary of Greek

  • ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… …   Dictionary of Greek

  • Южноафриканские кошачьи акулы — Южноафриканские кошачьи акулы …   Википедия

  • αβλέφαρος — (ablepharus). Γένος ερπετών της οικογένειας των σαυριδών. Γνωστότερα είναι δύο είδη: η α. η αβλέφαρη,που έχει μήκος 10 12 εκ. και ζει στις θερμές χώρες και η α. η πανονική, που έχει μήκος 8 10 εκ. και ζει στην Ευρώπη, από την Ουγγαρία μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • βλεφαρίδα — η (AM βλεφαρίς) [βλέφαρον] (συνήθ. σε πληθ.) ειδικές τρίχες που εκφύονται από το μπροστινό κράσπεδο των βλεφάρων αρχ. μσν. βλέφαρο …   Dictionary of Greek

  • γλέφαρον — το βλ. βλέφαρο …   Dictionary of Greek

  • επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”